- χαλκεύω
- ΝΜΑ [χαλκεύς]1. (μτβ.) κατασκευάζω κάτι από χαλκό2. (αμτβ.) είμαι χαλκεύς, κατεργάζομαι τον χαλκόνεοελλ.μτφ. α) πλάθω, δημιουργώ («τόν παρέπεμψαν με χαλκευμένες κατηγορίες»)β) μηχανορραφώ, μηχανώμαι («χάλκευσαν έναν σωρό συκοφαντίες»)μσν.-αρχ.μέσ. χαλκεύομαιμτφ. κατασκευάζω, παρασκευάζω (α. «χαλκεύεσθαι τὸν θάνατον», Φώτ.β. «ἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν», Πίνδ.)αρχ.1. κατασκευάζω κάτι από μέταλλο (α. «τοῡθ' ἐχάλκευσεν ξίφος», Σοφ.β. «ἐξ ἀδάμαντος ἠὲ σιδήρου κεχάλκευται», Πίνδ.)2. (ειδικά) κατασκευάζω κάτι από μέταλλο για κάποιον3. (το απρμφ. ενεστ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χαλκεύεινη τέχνη ή το έργο τού χαλκουργού («διὰ τὴν τοῦ χαλκεύειν ἀμάθιαν», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.